Erfahren στα ελληνικά

Μετάφραση: erfahren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλός, έντεχνος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, επιδέξιος, επιτήδειος, αγαθός, προχωρημένος, πρακτικός, εμπειρογνώμων, ικανός, μάθετε, να μάθετε, βρείτε, ανακαλύψει, ανακαλύψετε
Erfahren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abbringend στα ελληνικά - δελεαστικός, δελεαστική, γοητευτικό, σαγηνευτικό, σαγηνευτική
  • bejahung στα ελληνικά - καταφατικός, διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, δήλωση, επιβεβαίωσης, υπεύθυνη δήλωση
  • beschränkt στα ελληνικά - περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
  • binokulare στα ελληνικά - διοπτρικό, διόφθαλμη, διοφθαλμική, διοφθαλμικό, διοπτρική
Τυχαίες λέξεις
Erfahren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλός, έντεχνος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, επιδέξιος, επιτήδειος, αγαθός, προχωρημένος, πρακτικός, εμπειρογνώμων, ικανός, μάθετε, να μάθετε, βρείτε, ανακαλύψει, ανακαλύψετε