Erfordern στα ελληνικά

Μετάφραση: erfordern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαιτώ, χρειάζομαι, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από
Erfordern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achillessehne στα ελληνικά - νευροκοπώ, ιγνυακός τενών, οπισθίων μηριαίων, σακατεύω, αποτελούν παράγοντα που βλάπτει
  • austrag στα ελληνικά - απολύω, εκπυρσοκρότηση, εκροή, άφεση, εξαγωγή υλικού, έξοδο υλικού, εξόδου υλικού
  • betroffen στα ελληνικά - επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
  • chiropraktik στα ελληνικά - χειροπρακτική, χειροπρακτικής, η χειροπρακτική, chiropractic, τη χειροπρακτική
Τυχαίες λέξεις
Erfordern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαιτώ, χρειάζομαι, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από