Erhöhung στα ελληνικά

Μετάφραση: erhöhung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αύξηση, αυξάνομαι, ανατρέφω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, μεταρσίωση, σηκώνω, υψώνω, ύψωση, προβαίνω, ανατέλλω, πεζοπορία, ανύψωση, αναστηλώνω, ανάδειξη, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Erhöhung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausgleichen στα ελληνικά - ακόμα, ίσος, επίπεδο, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, ...
  • besorgt στα ελληνικά - για, αναστατώνω, ταραγμένος, προσεκτικός, ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερόμενα, ...
  • bewirkt στα ελληνικά - αίτια, αιτίες, αιτίων, αιτιών, προκαλεί
  • blutsaugen στα ελληνικά - αιμορραγία, αιμορραγίας, η αιμορραγία, αφαίμαξη, αιμορραγικών
Τυχαίες λέξεις
Erhöhung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αύξηση, αυξάνομαι, ανατρέφω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, μεταρσίωση, σηκώνω, υψώνω, ύψωση, προβαίνω, ανατέλλω, πεζοπορία, ανύψωση, αναστηλώνω, ανάδειξη, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει