Πεζοπορία στα γερμανικά
Μετάφραση: πεζοπορία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
steigern, erhöhung, wanderung, erhöhen, anstieg, gehen, laufen, Spaziergang, wandern, wandeln
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζοπορία
πεζοπορία στον υμηττό, πεζοπορία στην αίγινα, πεζοπορία αθήνα, πεζοπορία για παιδιά, πεζοπορία στον όλυμπο, πεζοπορία λεξικό γλώσσας γερμανικά, πεζοπορία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πεζοδρόμιο στα γερμανικά - bürgersteig, straßenpflaster, pflaster, gehsteig, gehweg, straßenbelag, Bürgersteig, ...
- πεζοναύτης στα γερμανικά - marine, Meeres-, Meeres, marinen
- πεζούλα στα γερμανικά - brüstung, wall, Bank, Sitzbank, bench
- πεζούλι στα γερμανικά - schwelle, türschwelle, Kaminsims, Mantel, Sims, Verkleidung
Τυχαίες λέξεις
Πεζοπορία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: steigern, erhöhung, wanderung, erhöhen, anstieg, gehen, laufen, Spaziergang, wandern, wandeln
Μεταφράσεις: steigern, erhöhung, wanderung, erhöhen, anstieg, gehen, laufen, Spaziergang, wandern, wandeln