Erleichtern στα ελληνικά

Μετάφραση: erleichtern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεση, ανακουφίζω, καταπραΰνω, διευκολύνω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
Erleichtern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angeblitzt στα ελληνικά - έλαμψε, στιγμιαίας, άστραψε, αναφλέχθηκαν, flashed
  • bauend στα ελληνικά - επικαλούμενη, στηριζόμενη, στηρίζονται, βασίζονται, στηρίζεται
  • bevorstehende στα ελληνικά - προσεχής, προσεχή, επικείμενη, προσεχούς, προσεχείς
Τυχαίες λέξεις
Erleichtern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεση, ανακουφίζω, καταπραΰνω, διευκολύνω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η