Ersten στα ελληνικά
Μετάφραση: ersten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aggressiver στα ελληνικά - επιθετικός, επιθετική, επιθετικό, επιθετικές, επιθετικά
- bardame στα ελληνικά - σερβιτόρα, ποτοπώλις, barmaid, μπαργούμαν, σερβιτόρα μπαρ
- bisexuell στα ελληνικά - αμφιφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλοι, αμφισεξουαλικών, αμφιφυλόφιλους
- dampfige στα ελληνικά - νεφελώδης, steamy, αχνιστά, αχνιστή, αχνιστό
Τυχαίες λέξεις
Ersten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
Μεταφράσεις: πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου