Erweitern στα ελληνικά

Μετάφραση: erweitern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεύρυνση, πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Erweitern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abheben στα ελληνικά - αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
  • auspuffe στα ελληνικά - Εξατμίσεις, εξατμίσεων, τις εξατμίσεις, καυσαέρια των, εξατμίσεις των
  • besaß στα ελληνικά - κατείχε, διέθετε, κατείχαν, κατοχή, διέθεταν
  • deich στα ελληνικά - τάφρος, ανάχωμα, φράγματος, αναχώματος, φράγμα, τάφρο
Τυχαίες λέξεις
Erweitern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεύρυνση, πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί