Λέξη: λογοκρίνω

Σχετικές λέξεις: λογοκρίνω

συγκρίνω στα αγγλικά

Μεταφράσεις: λογοκρίνω

λογοκρίνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
censor

λογοκρίνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
censor, censura, censurar, censor de, la censura

λογοκρίνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gutachter, sittenrichter, zensor, zensieren, kritiker, Zensor, Zensur, censor

λογοκρίνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
censurez, censurer, censeur, censurent, censurons, censure, la censure, censeurs

λογοκρίνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
censore, censura, censurare, censor, censore di

λογοκρίνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
censurar, censor, censura, censores, incensário

λογοκρίνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zedenmeester, keuren, censureren, censor, censuur, gecensureerd

λογοκρίνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
критикан, цензор, надзиратель, цензором, цензура, цензора, цензуре

λογοκρίνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sensor, sensurere, sensur, sensurinstans

λογοκρίνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
censor, censurera, censuren, censur, censorn

λογοκρίνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kriitikko, kieltää, sensuroida, tarkastaja, sensori, sensuroi, sensuuria, censor

λογοκρίνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
censor, censur, censurere, censuren

λογοκρίνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cenzor, cenzura, cenzurovat, censor, cenzury

λογοκρίνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cenzurować, ocenzurować, cenzor, cenzorem, cenzora, cenzura

λογοκρίνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erkölcsbíró, cenzor, censor, cenzort, cenzúrázzuk, cenzornak

λογοκρίνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sansürcü, sansür, sansürlemek, sansür uyguluyor, sansür memuru

λογοκρίνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надзиратель, цензор, наглядач, цензора

λογοκρίνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
censor, censor i, i censor, i censor i, censuroj

λογοκρίνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цензура, цензор, кадилницата, цензурират, цензурираме

λογοκρίνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цэнзар

λογοκρίνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tsensor, tsenseerima, tsensuur, tsenseerida, tsensori, tsensoriks

λογοκρίνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cenzurirati, cenzor, kritičar

λογοκρίνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ritskoða

λογοκρίνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
cenzūruoti, cenzorius, cenzūra, Cenzurować, Cenzor

λογοκρίνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cenzors, cenzēt, Censor

λογοκρίνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цензурира, цензурираат, цензор, цензуриран, цензори

λογοκρίνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cenzor, cenzori, de cenzori, cenzura, cenzurat

λογοκρίνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cenzor, cenzurirana, cenzure

λογοκρίνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cenzor, cenzora
Τυχαίες λέξεις