Füllen στα ελληνικά

Μετάφραση: füllen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατηγορία, γεμίζω, φροντίδα, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Füllen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgedrosselt στα ελληνικά - στραγγαλίζεται, throttled, σπείρωμα κοχλίωσης, τεθεί σε αναμονή, στραγγαλισμένο
  • brotbeutel στα ελληνικά - γύλιος, σακίδιο, σάκκος με προμήθειες
  • datsche στα ελληνικά - εξοχικό σπίτι, dacha, ντάτσα, dacha που, εξοχής
Τυχαίες λέξεις
Füllen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατηγορία, γεμίζω, φροντίδα, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει