Faulen στα ελληνικά

Μετάφραση: faulen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βέργα, ραβδί, κοντάρι, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Faulen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgereist στα ελληνικά - αναχώρησε, αναχώρησαν, αναχωρήσει, Παρέκκλιση, έφυγε
  • abweichungen στα ελληνικά - αποκλίσεις, αποκλίσεων, παρεκκλίσεις, οι αποκλίσεις, παρεκκλίσεων
  • barmherzig στα ελληνικά - εύσπλαχνος, οικτίρμων, ελεήμων, φιλεύσπλαχνος, φιλεύσπλαχνο
  • bauer στα ελληνικά - αγρότης, τοίχος, χωριάτης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
Τυχαίες λέξεις
Faulen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βέργα, ραβδί, κοντάρι, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν