Fehlen στα ελληνικά
Μετάφραση: fehlen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υστέρημα, έλλειψη, απουσία, έλλειψης, η έλλειψη, την έλλειψη
Μεταφράσεις
- austreibung στα ελληνικά - απέλαση, αποβολή, απέλασης, απομάκρυνσης, εκδίωξη
- beziehungsreichtum στα ελληνικά - σχεσιακή, σχεσιακές, σχεσιακών, σχεσιακό, σχεσιακής
- chauvinistisch στα ελληνικά - σωβινιστικός, σοβινιστική, σοβινιστικό, σοβινιστικής, σοβινιστές και
- dreifach στα ελληνικά - τριπλός, τριπλασιάζω, τριπλούς, τρίκλινα, τριπλό, τριπλή
Τυχαίες λέξεις
Fehlen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υστέρημα, έλλειψη, απουσία, έλλειψης, η έλλειψη, την έλλειψη
Μεταφράσεις: υστέρημα, έλλειψη, απουσία, έλλειψης, η έλλειψη, την έλλειψη