Freigiebigkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: freigiebigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, πριμοδότηση, απλοχεριά, απλοχεριά της, την απλοχεριά της, την απλοχεριά
Freigiebigkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barbesitzer στα ελληνικά - ποτοπώλης, barkeeper, μπάρμαν
  • bibliographische στα ελληνικά - βιβλιογραφική, βιβλιογραφικές, βιβλιογραφικά, βιβλιογραφικών, βιβλιογραφικής
Τυχαίες λέξεις
Freigiebigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, πριμοδότηση, απλοχεριά, απλοχεριά της, την απλοχεριά της, την απλοχεριά