Fundstück στα ελληνικά

Μετάφραση: fundstück, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα
Fundstück στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amortisation στα ελληνικά - λύτρωση, εξαγορά, αποσβέσεων, απόσβεση, αποσβέσεις, απόσβεσης, εξόφλησης
  • ausarbeitung στα ελληνικά - ανάπτυξη, εξέλιξη, προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προετοιμασίας, παρασκευάσματος
  • beitragender στα ελληνικά - συνεργάτης, συμβάλλοντας, συνεισφέροντας, συμβάλλουν, συμβάλλει, συμβολή
  • belanglosigkeit στα ελληνικά - μηδαμινότητα, μικρολογία, μηδαμινότης, ανακεφαλαιωμένες, κοινοτοπία
Τυχαίες λέξεις
Fundstück στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα