Funktionstüchtig στα ελληνικά

Μετάφραση: funktionstüchtig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά
Funktionstüchtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • am στα ελληνικά - προς, σχετικά με, για, σχετικά, σε, στην
  • bankrotteur στα ελληνικά - χρεοκοπημένος, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει
  • dasselfliege στα ελληνικά - Dassel
  • dehnungen στα ελληνικά - επεκτάσεις, επεκτάσεων, διαστολές, διευρύνσεις, επεκτάσεων του
Τυχαίες λέξεις
Funktionstüchtig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά