Gedrängt στα ελληνικά
Μετάφραση: gedrängt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιτός, λακωνικός, βραχύλογος, έμπιστος, συσκευασμένα, συσσωρευμένες, συμπεπυκνωμένων, των συμπεπυκνωμένων, συσκευασμένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgesackt στα ελληνικά - σάκους, σάκκους, σε σάκους, σε σάκκους, σακευμένο
- achterbahnen στα ελληνικά - rollercoasters
- ackerland στα ελληνικά - χωράφι, πεδίο, τομέας, χωράφια, γεωργικών εκτάσεων, γεωργικές εκτάσεις, γεωργικής γης, ...
- benehmend στα ελληνικά - συμπεριφέρεται, συμπεριφέρονται, συμπεριφορά, να συμπεριφέρονται, να συμπεριφέρεται
Τυχαίες λέξεις
Gedrängt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιτός, λακωνικός, βραχύλογος, έμπιστος, συσκευασμένα, συσσωρευμένες, συμπεπυκνωμένων, των συμπεπυκνωμένων, συσκευασμένου
Μεταφράσεις: λιτός, λακωνικός, βραχύλογος, έμπιστος, συσκευασμένα, συσσωρευμένες, συμπεπυκνωμένων, των συμπεπυκνωμένων, συσκευασμένου