Geläufig στα ελληνικά

Μετάφραση: geläufig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τωρινός, συνηθισμένος, ρεύμα, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Geläufig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ansichten στα ελληνικά - θέα, απόψεις, απόψεων, τις απόψεις, θέα στη
  • chlorhydrat στα ελληνικά - υδροχλωρική, υδροχλωρικής, υδροχλωρικό, υδροχλωρίδιο, υδροχλωρικού
Τυχαίες λέξεις
Geläufig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τωρινός, συνηθισμένος, ρεύμα, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών