Gesperrt στα ελληνικά
Μετάφραση: gesperrt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απρόσιτος, κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akklimatisierend στα ελληνικά - εξοικειωτικός, εξοικείωση, εγκλιματισμός, τον εγκλιματισμό, εγκλιματισμό
- ausgesaugt στα ελληνικά - αναρροφάται, αναρροφείται, πιπιλίσουν, αναρροφηθεί, αναρροφούνται
- beherzt στα ελληνικά - παιχνίδι, θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέες, θαρραλέο, θαρραλέοι
- billardstock στα ελληνικά - στέκα, μπιλιάρδου, μπιλιάρδο, του μπιλιάρδου, Μπιλιάρδα, τραπέζι μπιλιάρδου
Τυχαίες λέξεις
Gesperrt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απρόσιτος, κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
Μεταφράσεις: απρόσιτος, κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή