Gewähren στα ελληνικά

Μετάφραση: gewähren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, ενοικιάζομαι, αφήνω, άδεια, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Gewähren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abreaktion στα ελληνικά - ψυχοκάθαρση, κάθαρση της ψυχής, abreaction
  • astloch στα ελληνικά - δένω, φιόγκος, κόμβος
  • brasilien στα ελληνικά - Βραζιλία, βραζιλίας, brazil, τη Βραζιλία, η Βραζιλία
  • daumenabdruck στα ελληνικά - αποτύπωμα, thumbprint
Τυχαίες λέξεις
Gewähren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, ενοικιάζομαι, αφήνω, άδεια, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί