Gewandtheit στα ελληνικά
Μετάφραση: gewandtheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεύθυνση, κυρτός, τέχνη, επιτηδειότητα, κολάι, επιδεξιότητα, πραγματογνωμοσύνη, απόκτημα, ευχέρεια, φιλοτεχνία, διενέργεια, ευκολία, απόκτηση, ευστροφία, απευθύνω, κομψότητα, την Επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, δεξιότητα, επιδεξιότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anhängig στα ελληνικά - εκκρεμής, εν αναμονή, εκκρεμεί, εκκρεμούν, εν αναμονή της
- ankleidend στα ελληνικά - σάλτσα, Γκαρνταρόμπα, Επίδεσμοι, Dressing, Ρόμπες
- armloch στα ελληνικά - armhole, Βουρτσισμένο, Βουρτσισμένο εσωτερικά
- diebessicher στα ελληνικά - κλέφτες, τους κλέφτες, κλεφτών, οι κλέφτες, ληστές
Τυχαίες λέξεις
Gewandtheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεύθυνση, κυρτός, τέχνη, επιτηδειότητα, κολάι, επιδεξιότητα, πραγματογνωμοσύνη, απόκτημα, ευχέρεια, φιλοτεχνία, διενέργεια, ευκολία, απόκτηση, ευστροφία, απευθύνω, κομψότητα, την Επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, δεξιότητα, επιδεξιότητας
Μεταφράσεις: διεύθυνση, κυρτός, τέχνη, επιτηδειότητα, κολάι, επιδεξιότητα, πραγματογνωμοσύνη, απόκτημα, ευχέρεια, φιλοτεχνία, διενέργεια, ευκολία, απόκτηση, ευστροφία, απευθύνω, κομψότητα, την Επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, δεξιότητα, επιδεξιότητας