Glühen στα ελληνικά
Μετάφραση: glühen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης
Μεταφράσεις
- abenteurerin στα ελληνικά - τυχοδιώκτρια, τυχοδιώκτης, adventuress
- beschuldigt στα ελληνικά - κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
- bröcklig στα ελληνικά - εύθρυπτος, εύθραυστος, εύθρυπτη, εύθρυπτο, εύθρυπτα, εύθρυπτων
- donald στα ελληνικά - Donald, Ντόναλντ, ο Donald, τον Donald, του Donald
Τυχαίες λέξεις
Glühen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης
Μεταφράσεις: φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης