Gleitmittel στα ελληνικά
Μετάφραση: gleitmittel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anemone στα ελληνικά - ανεμώνη, Anemone, ανεμώνης, ανεμώνες, ανεμώνα
- aufgebauscht στα ελληνικά - υπερβολική, υπερβολικές, υπερβολικός, υπερβολικοί, υπερβολικά
- defizient στα ελληνικά - ελλιπής, ελλειπής, ατελής, ανεπάρκεια, ανεπαρκή, με ανεπάρκεια
- doge στα ελληνικά - δόγη, Doge, δόγης, του δόγη, Το Doge
Τυχαίες λέξεις
Gleitmittel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά