Grenzenlosigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: grenzenlosigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άπειρο, boundlessness, απεραντοσύνη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abschneidend στα ελληνικά - κόβοντας, αποκόπτοντας, αποκοπή, αποκοπής, κόψει
- australien στα ελληνικά - Αυστραλία, Αυστραλίας, australia, την Αυστραλία, της Αυστραλίας
- bordbuch στα ελληνικά - ημερολόγιο, ημερολόγιο πλοίου, ημερολογίου, ημερολόγιο του πλοίου, ημερολογίου πλοίου
- bändiger στα ελληνικά - θηριοδαμαστής, Tamer, Ο Tamer, πιό ήμερο, πιό ήμερη
Τυχαίες λέξεις
Grenzenlosigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άπειρο, boundlessness, απεραντοσύνη
Μεταφράσεις: άπειρο, boundlessness, απεραντοσύνη