Grundstück στα ελληνικά
Μετάφραση: grundstück, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, κλήρος, ακίνητο, μοίρα, κτήμα, περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abmagerung στα ελληνικά - ισχνότητα, ίσχνευση, ισχνότης, ισχνότητα-, emaciation
- beidhändigkeit στα ελληνικά - αμφιδεξιότητα
- bezwinger στα ελληνικά - κατακτητής, φονιάς, Slayer, σφαγέας, το φονιά, φονεα
- drosselung στα ελληνικά - στραγγαλισμός, στραγγαλισμού, στραγγαλισμό, επιτάχυνσης, στραγγαλιστική
Τυχαίες λέξεις
Grundstück στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, κλήρος, ακίνητο, μοίρα, κτήμα, περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Μεταφράσεις: σπίτι, κλήρος, ακίνητο, μοίρα, κτήμα, περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας