Hilfsverb στα ελληνικά

Μετάφραση: hilfsverb, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθητικός, Βοηθητικές, Βοηθητική, Βοηθητικά, Βοηθητικό
Hilfsverb στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abrollend στα ελληνικά - Συντονισμός, εμπλοκής, Η δικτύωση, σύμπλεξη, εμπλεκόμενο
  • alibi στα ελληνικά - άλλοθι, το άλλοθι, δικαιολογία, άλλοθι για
  • debattieren στα ελληνικά - συζητώ, συζήτηση, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση
  • doppelpass στα ελληνικά - διπλή, διπλά, διπλό, διπλής, διπλού
Τυχαίες λέξεις
Hilfsverb στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθητικός, Βοηθητικές, Βοηθητική, Βοηθητικά, Βοηθητικό