Βοηθητικός στα γερμανικά

Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusätzlich, hilfsverb, helfer, Hilfs-, Hilfs, Zusatz, Neben
Βοηθητικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθητικός

βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, βοηθητικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • βοήθεια στα γερμανικά - unterstützung, helfen, bestätigen, befürwortung, rückendeckung, hilfeleistung, sorge, ...
  • βοήθημα στα γερμανικά - helfen, sorgfalt, mithilfe, sorge, pflege, hilfeleistung, behandlung, ...
  • βοηθός στα γερμανικά - aushilfe, gehilfe, stütze, geselle, unterstützung, hilfe, mithilfe, ...
  • βοηθώ στα γερμανικά - helfen, pflege, sorgfalt, unterstützung, behandlung, hilfsmittel, hilfeleistung, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zusätzlich, hilfsverb, helfer, Hilfs-, Hilfs, Zusatz, Neben