Hochheben στα ελληνικά
Μετάφραση: hochheben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασανσέρ, αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, υψώνω, ανυψώνω, ανελκυστήρας, ανύψωση, ανελκυστήρα, ανύψωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bariton στα ελληνικά - βαρύτονος, βαρύτονο, baritone, βαρύτονου, το βαρύτονο
- beleidigt στα ελληνικά - προσβεβλημένος, προσβληθεί, προσβάλει, προσβάλλεται, προσβάλλονται
- besiegte στα ελληνικά - ξεπερνώ, νικημένος, νίκησε, ηττηθεί, ηττήθηκε, νίκησαν, ηττήθηκαν
- bevollmächtigt στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Τυχαίες λέξεις
Hochheben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασανσέρ, αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, υψώνω, ανυψώνω, ανελκυστήρας, ανύψωση, ανελκυστήρα, ανύψωσης
Μεταφράσεις: ασανσέρ, αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, υψώνω, ανυψώνω, ανελκυστήρας, ανύψωση, ανελκυστήρα, ανύψωσης