Hochmütig στα ελληνικά

Μετάφραση: hochmütig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεροπτικός, υπερόπτης, αλαζονικός, καμαρωτός, περήφανος, αλαζόνας, αγέρωχος, υπεροπτική, υπεροπτικό, υπεροπτικές
Hochmütig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ablösbar στα ελληνικά - αφαιρούμενη, αφαιρούμενα, αφαιρούμενο, αποσπώμενο, αποσπώμενη
  • beheimatet στα ελληνικά - ενδημικός, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
  • bewertung στα ελληνικά - αξιολόγηση, καταμέτρηση, υπολογίζω, μέτρηση, εκτίμηση, βαθμολόγηση, ιδέα, ...
  • bezeichnenderweise στα ελληνικά - σημαντικά,, σημαντικά, Είναι σημαντικό ότι
Τυχαίες λέξεις
Hochmütig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεροπτικός, υπερόπτης, αλαζονικός, καμαρωτός, περήφανος, αλαζόνας, αγέρωχος, υπεροπτική, υπεροπτικό, υπεροπτικές