Υπερόπτης στα γερμανικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erhaben, hochtrabend, hochmütig, überheblich, anmaßend, hoch, fern, arrogant, pathetisch, reserviert, arrogante, arroganten, arroganter
Υπερόπτης στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας γερμανικά, υπερόπτης στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα γερμανικά - überlasten, überlast, überlastung, Überlast, Überlastung, Überlastungs
  • υπερχείλιση στα γερμανικά - überfließt, überlauf, abfluss, Überlauf, Überlaufen
  • υπερώα στα γερμανικά - gaumen, Gaumen, Geschmack, Mund, Gaumens
  • υπεύθυνος στα γερμανικά - mündig, haftbar, verantwortungsvoll, verantwortlich, kreditwürdig, zuständig, zuständigen, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: erhaben, hochtrabend, hochmütig, überheblich, anmaßend, hoch, fern, arrogant, pathetisch, reserviert, arrogante, arroganten, arroganter