Holz στα ελληνικά
Μετάφραση: holz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυλεία, δάσος, ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anlernen στα ελληνικά - τρένο, εκπαιδεύω, αμαξοστοιχία, διδάσκω, Διδάξτε, διδάξει, διδάξουν, ...
- aufwartung στα ελληνικά - παρουσία, αναμονή, περιμένει, περιμένουν, αναμονής, περιμένοντας
- brückengewindestück στα ελληνικά - στριφτάρι, γέφυρα, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
Τυχαίες λέξεις
Holz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυλεία, δάσος, ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
Μεταφράσεις: ξυλεία, δάσος, ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο