Immunität στα ελληνικά
Μετάφραση: immunität, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίσταση, αντοχή, ασυλία, ανοσία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abseilend στα ελληνικά - ραπέλ, κατάβαση, abseiling, καταρρίχηση, με ραπέλ
- angehalten στα ελληνικά - απαιτείται, απαιτούνται, που απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούμενη
- bekommen στα ελληνικά - παραλαμβάνω, έχω, παίρνω, γίνομαι, έχε, αποκτώ, αρμόζω, ...
- betriebsfähig στα ελληνικά - επιχειρησιακό, επιχειρησιακή, επιχειρησιακά, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές
Τυχαίες λέξεις
Immunität στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίσταση, αντοχή, ασυλία, ανοσία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Μεταφράσεις: αντίσταση, αντοχή, ασυλία, ανοσία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία