Infizieren στα ελληνικά
Μετάφραση: infizieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angegriffen στα ελληνικά - επίθεση, επιτέθηκαν, επιτέθηκε, επιθέσεις, επιτεθεί
- beobachtungen στα ελληνικά - παρατηρήσεις, τις παρατηρήσεις, παρατηρήσεων, παρατηρήσεις που, οι παρατηρήσεις
- beschimpft στα ελληνικά - προσβολές, ύβρεις, προσβολών, τις προσβολές, βρισιές
- destillierbar στα ελληνικά - αποσταγμένο, απεσταγμένο, απόσταξη, αποστάζεται, αποσταγμένου
Τυχαίες λέξεις
Infizieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Μεταφράσεις: μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν