Μολύνω στα γερμανικά

Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
infizieren, anstecken, verseuchen, verunreinigen, zu infizieren, infiziert
Μολύνω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολύνω

μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, μολύνω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • μολυσματικός στα γερμανικά - Infektions, infektiöser, infektiöse, infektiösen, infektiös
  • μολύβι στα γερμανικά - bleistift, stift, Bleistift, Stift, Pencil
  • μομφή στα γερμανικά - tadel, verweis, Vorwurf, Tadel, Schmach, Vorwürfe
  • μονάδα στα γερμανικά - einheit, maßeinheit, gerät, aggregat, locker, einfach, gebühreneinheit, ...
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: infizieren, anstecken, verseuchen, verunreinigen, zu infizieren, infiziert