Kämpfen στα ελληνικά
Μετάφραση: kämpfen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπολεμώ, αγώνας, αγωνίζομαι, μάχομαι, μάχη, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absonderlichste στα ελληνικά - παράξενα, πιο παράξενα, πιο παράξενο, πιο περίεργο, παράξενες
- alterchen στα ελληνικά - Alterchen
- amputiert στα ελληνικά - ακρωτηριαστεί, ακρωτηριάζονται, ακρωτηριασμένο, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριασμένα
- drakonisch στα ελληνικά - δρακόντεια, δρακόντειες, δρακόντειους, δρακόντειων, δρακόντειο
Τυχαίες λέξεις
Kämpfen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπολεμώ, αγώνας, αγωνίζομαι, μάχομαι, μάχη, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα
Μεταφράσεις: καταπολεμώ, αγώνας, αγωνίζομαι, μάχομαι, μάχη, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα