Körperlich στα ελληνικά

Μετάφραση: körperlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, σωματικός, φυσικός, δεκανέας, σωματικά, σωματικώς, φυσικώς, φυσικά, φυσική
Körperlich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • backenzähne στα ελληνικά - πίσω δόντια, πίσω δοντιών, τα πίσω δόντια, τα πίσω δόντια του, πίσω δόντια του
  • behaglichste στα ελληνικά - πιο άνετο, πιο άνετη, πιο άνετες, πιο άνετος, πιό άνετοσι
  • blutrausch στα ελληνικά - αίμα να κυλάει, αίμα ορμά
  • braue στα ελληνικά - φρύδι, μέτωπο, φρυδιού, brow, του φρυδιού
Τυχαίες λέξεις
Körperlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, σωματικός, φυσικός, δεκανέας, σωματικά, σωματικώς, φυσικώς, φυσικά, φυσική