Kot στα ελληνικά

Μετάφραση: kot, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαμπό, περίττωμα, σκαμνί, έδρανο, κόπρανα, περιττώματα, κοπράνων, περιττωμάτων, τα περιττώματα
Kot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allgegenwärtige στα ελληνικά - πανταχού παρών, πανταχού παρούσα, πανταχού, παντού, πανταχού παρόν
  • besserwisser στα ελληνικά - έξυπνη, έξυπνες, έξυπνο, έξυπνων, έξυπνα
  • dazwischengefahren στα ελληνικά - μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, μεταξύ της, μεταξύ του
  • drapierung στα ελληνικά - σκέπασμα, στολισμός, draping, draping επιτροπές, σκέπασμα επίπλων
Τυχαίες λέξεις
Kot στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαμπό, περίττωμα, σκαμνί, έδρανο, κόπρανα, περιττώματα, κοπράνων, περιττωμάτων, τα περιττώματα