Kurzweil στα ελληνικά

Μετάφραση: kurzweil, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χόμπι, παρέκβαση, ενασχόληση, απασχόληση, παρεκτροπή, μόνο και μόνο επειδή, ακριβώς επειδή, μόνο επειδή, μόνο λόγω, απλά επειδή
Kurzweil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • begrenztheiten στα ελληνικά - περιορισμένες, περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορίζεται
  • bestäubung στα ελληνικά - γονιμοποίηση, επικονίαση, επικονίασης, την επικονίαση, της επικονίασης
  • botaniker στα ελληνικά - βοτανολόγος, βοτανολόγο, βοτανολόγου, βοτανικός, ο βοτανολόγος
  • denkend στα ελληνικά - έξυπνος, συλλογιστικός, συλλογισμός, σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Kurzweil στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χόμπι, παρέκβαση, ενασχόληση, απασχόληση, παρεκτροπή, μόνο και μόνο επειδή, ακριβώς επειδή, μόνο επειδή, μόνο λόγω, απλά επειδή