Απασχόληση στα γερμανικά
Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lebensunterhalt, kurzweil, broterwerb, zeitvertreib, unterhalt, Beschäftigung, Beschäftigungs, die Beschäftigung, der Beschäftigung, Beschäftigungs-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχόληση
απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας γερμανικά, απασχόληση στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- απασχολημένος στα γερμανικά - besetzt, beschäftigt, emsig, belegt, geschäftig, geschäftigen, damit beschäftigt, ...
- απασχολώ στα γερμανικά - beschäftigt, besetzt, geschäftigen, damit beschäftigt, belebten
- απατεώνας στα γερμανικά - bischofsstab, krümmen, krümmung, betrüger, verbrecher, beugen, kurve, ...
- απατηλός στα γερμανικά - täuschend, betrügerisch, färbbar, einfärbbar, färbbare, färbbaren, einfärbbare
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: lebensunterhalt, kurzweil, broterwerb, zeitvertreib, unterhalt, Beschäftigung, Beschäftigungs, die Beschäftigung, der Beschäftigung, Beschäftigungs-
Μεταφράσεις: lebensunterhalt, kurzweil, broterwerb, zeitvertreib, unterhalt, Beschäftigung, Beschäftigungs, die Beschäftigung, der Beschäftigung, Beschäftigungs-