Laut στα ελληνικά

Μετάφραση: laut, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βροντερός, θορυβώδης, φωναχτά, ηχηρός, σύμφωνα με, σύμφωνα με την, ανάλογα με, σύμφωνα με το, σύμφωνα με τις
Laut στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • armschiene στα ελληνικά - τονωτικό, στηρικτής, bracer, τονωτικού
  • betriebssicherheit στα ελληνικά - σταθερότητα, αξιοπιστία, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά
  • dreigespanne στα ελληνικά - τρεις, τρία, τριών, των τριών, τα τρία
Τυχαίες λέξεις
Laut στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βροντερός, θορυβώδης, φωναχτά, ηχηρός, σύμφωνα με, σύμφωνα με την, ανάλογα με, σύμφωνα με το, σύμφωνα με τις