Lebensalter στα ελληνικά
Μετάφραση: lebensalter, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποχή, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aloe στα ελληνικά - αλόη, Aloe, αλόης, Η Αλόη, την αλόη
- ausheckend στα ελληνικά - επινοώντας, concocting, κατασκευάζοντας, παρασκευάζει
- baiser στα ελληνικά - μαρέγγα, μαρέγκα, μαρέγκας, meringue
- demokratisierend στα ελληνικά - εκδημοκρατισμού, εκδημοκρατισμένη, εκδημοκρατισμό, εκδημοκρατισμένης, δημοκρατίζουσα
Τυχαίες λέξεις
Lebensalter στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποχή, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Μεταφράσεις: εποχή, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών