Lebhaft στα ελληνικά
Μετάφραση: lebhaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωηρός, ζωηρά, έντονος, εντατικός, γρήγορος, ζωντανός, γοργός, γλαφυρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abteilung στα ελληνικά - διαίρεση, κλάσμα, διχασμός, κλαδί, υποκατάστημα, τμήμα, χωρίζω, ...
- blöder στα ελληνικά - ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
- büßerin στα ελληνικά - μετανοών, μετανιωμένος, Penitent, μετανοημένος, μετανοημένο
- denen στα ελληνικά - στους οποίους, στον οποίο, στα οποία, στο οποίο, σε ποιον
Τυχαίες λέξεις
Lebhaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωηρός, ζωηρά, έντονος, εντατικός, γρήγορος, ζωντανός, γοργός, γλαφυρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή
Μεταφράσεις: ζωηρός, ζωηρά, έντονος, εντατικός, γρήγορος, ζωντανός, γοργός, γλαφυρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή