Leeren στα ελληνικά
Μετάφραση: leeren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαντλώ, άδειος, μειώνω, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Μεταφράσεις
- abgewählte στα ελληνικά - μη επιλεγμένο, μη επιλεγμένων, μη επιλεγμένα, μη επιλεγμένους, μη επιλεγμένες
- agrarwissenschaft στα ελληνικά - γεωργικής επιστήμης, γεωργική επιστήμη, γεωπονικής επιστήμης, η γεωργική επιστήμη, της γεωπονίας
- armschutz στα ελληνικά - τονωτικό, στηρικτής, τονωτικού, bracer
- dekorateure στα ελληνικά - διακοσμητές, διακοσμητών, διακοσμήσεις, τους διακοσμητές
Τυχαίες λέξεις
Leeren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαντλώ, άδειος, μειώνω, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Μεταφράσεις: εξαντλώ, άδειος, μειώνω, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές