Lehren στα ελληνικά

Μετάφραση: lehren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διδάσκω, σχολείο, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Lehren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufgeputzt στα ελληνικά - ντυμένοι, ντύθηκε, ντυμένος, ντυθεί, μεταμφιέζονται
  • besteigung στα ελληνικά - ανάβαση, ανόδου, άνοδο, ανάδυση, ανάβασης
  • differential στα ελληνικά - διαφορικός, απόκλιση, διαφορική, διαφορά, διαφορικής
Τυχαίες λέξεις
Lehren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διδάσκω, σχολείο, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει