Leiche στα ελληνικά
Μετάφραση: leiche, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουφάρι, ισχυρός, άκαμπτος, άργιλος, ψοφίμι, λείψανα, υπολείμματα, πτώμα, ερείπια, αλύγιστος, σώμα, το πτώμα, πτώματος, πτώμα του, νεκρού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akut στα ελληνικά - οξύς, έντονος, οξυδερκής, σοβαρός, δριμύς, αυστηρός, σέρτικος, ...
- beschwerdeführer στα ελληνικά - παραπονιάρης, παραπονούμενος, complainer, παραπονιάρικο, παραπονούμενο
- bundesgenossen στα ελληνικά - Γερμανία απολάμβανε, η Γερμανία απολάμβανε, Γερμανία απολάμβανε μια, η Γερμανία απολάμβανε μια
Τυχαίες λέξεις
Leiche στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουφάρι, ισχυρός, άκαμπτος, άργιλος, ψοφίμι, λείψανα, υπολείμματα, πτώμα, ερείπια, αλύγιστος, σώμα, το πτώμα, πτώματος, πτώμα του, νεκρού
Μεταφράσεις: κουφάρι, ισχυρός, άκαμπτος, άργιλος, ψοφίμι, λείψανα, υπολείμματα, πτώμα, ερείπια, αλύγιστος, σώμα, το πτώμα, πτώματος, πτώμα του, νεκρού