Λέξη: υπονομευτικός
Μεταφράσεις: υπονομευτικός
υπονομευτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subversive
υπονομευτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
subversivo, subversiva, subversivos, subversivas, subversión
υπονομευτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
staatsfeindlich, zersetzend, subversiv, subversive, subversiven, subversiver, subversives
υπονομευτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subversif, subversion, subversive, subversives, subversifs
υπονομευτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sovversivo, sovversiva, eversiva, eversivo, sovversivi
υπονομευτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subversivo, subversiva, subversivos, subversivas, subversão
υπονομευτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
subversief, ondermijnend, subversieve, ondermijnende, van subversieve
υπονομευτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подрывной, диверсионный, разрушительный, губительный, гибельный, разорительный, подрывная, подрывную, подрывным, подрывными
υπονομευτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
subversive, undergravende, subversiv, samfunnsnedbrytende, nedbrytende
υπονομευτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
subversiva, subversiv, omstörtande, subversivt, undergrävande
υπονομευτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumouksellinen, kumouksellista, kumouksellisen, kumouksellisten, kumouksellisesta
υπονομευτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undergravende, subversive, statsfjendtlig, subversiv, subversivt
υπονομευτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podvratný, podvratné, subverzivní, podvratná, podvratnou
υπονομευτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wywrotowy, przewrotny, przewrotowy, wywrotowe, wywrotowych, wywrotową, wywrotowa
υπονομευτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felforgató, szubverzív, bomlasztó, a felforgató, felforgató tevékenységek
υπονομευτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıkıcı, yıkıcı bir, altüst edici, darbeci
υπονομευτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підривний, руйнівний, підривній, підривною, підривної, подарований
υπονομευτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkatërrues, armiqësor, subversive, armiqësore, subversiv
υπονομευτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подривен, подривна, подривни, подривно, подмолна
υπονομευτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падрыўной, падрыўны
υπονομευτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laostav, õõnestav, hukutav, õõnestava, õõnestavate, õõnestusorganisatsioonid
υπονομευτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rušilački, prevratnički, subverzivan, subverzivni, subverzivna, subverzivno, subverzivnim
υπονομευτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
subversive, byltingarkennt
υπονομευτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ardomasis, naikinamasis, ardomąją, subversyvus, griaunantys
υπονομευτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
graujošs, postošs, graujošām, graujošu, graujošas
υπονομευτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
субверзивни, субверзивна, субверзивните, субверзивен, субверзивната
υπονομευτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subversiv, subversive, subversivă, subversiva
υπονομευτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
subverzivna, subverzivno, subverzivne, subverzivni, prevratniško
υπονομευτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozvratný, podvratný, podvratné, Podvratný
Τυχαίες λέξεις