Leihen στα ελληνικά
Μετάφραση: leihen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω, δάνειο, δανεισμός, νοικιάζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgrunde στα ελληνικά - άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο
- beiwohnen στα ελληνικά - παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, παρακολουθήσουν, παραστεί, παραστούν, παρευρεθούν, παρακολουθούν
- demolierend στα ελληνικά - κατεδάφιση, γκρέμισμα, ξήλωμα, να κατεδαφιστεί, κατεδαφιστεί
- dornbusch στα ελληνικά - βάτο
Τυχαίες λέξεις
Leihen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω, δάνειο, δανεισμός, νοικιάζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις: δανείζω, δάνειο, δανεισμός, νοικιάζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε