Leiten στα ελληνικά
Μετάφραση: leiten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταχειρίζομαι, αφεντικό, ηγούμαι, συμπεριφορά, οδηγός, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, διεξάγω, διαγωγή, αγορά, ξεναγός, φέρσιμο, μοιράζω, λουρί, μόλυβδος, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absehbar στα ελληνικά - νοητός, προβλέψιμες, προβλέψιμη, προβλέψιμο, προβλεπτό, ορατό
- absichtslos στα ελληνικά - ακούσια, λάθος, κατά λάθος, ακουσίως, αθέλητα
- arbeitshäuser στα ελληνικά - εργασίας, εργασία, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού
- binsenwahrheiten στα ελληνικά - κάδους, κάδοι, κάδων, δοχεία, δοχείων
Τυχαίες λέξεις
Leiten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταχειρίζομαι, αφεντικό, ηγούμαι, συμπεριφορά, οδηγός, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, διεξάγω, διαγωγή, αγορά, ξεναγός, φέρσιμο, μοιράζω, λουρί, μόλυβδος, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Μεταφράσεις: μεταχειρίζομαι, αφεντικό, ηγούμαι, συμπεριφορά, οδηγός, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, διεξάγω, διαγωγή, αγορά, ξεναγός, φέρσιμο, μοιράζω, λουρί, μόλυβδος, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά