Διευθύνω στα γερμανικά
Μετάφραση: διευθύνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überwachen, leiten, kontrollieren, bewältigen, meistern, wend
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διευθύνω
διευθύνω ορχήστρα, διευθύνω ετυμολογια, διευθύνω συνώνυμο, διευθύνω αόριστοσ, διευθύνω οικογένειες λέξεων, διευθύνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, διευθύνω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διευθυντής στα γερμανικά - verwalter, direktor, geschäftsführer, chef, leiter, manager, Regisseur, ...
- διευθυντικός στα γερμανικά - geschäftsführend, Führungs-, Führungs, Management, Führungskräfte
- διευκολύνω στα γερμανικά - erleichtern, ermöglichen, zu erleichtern, Erleichterung, erleichtert
- διευκρινίζω στα γερμανικά - veranschaulichen, illustrieren, klären, verdeutlichen, klarstellen, zu klären
Τυχαίες λέξεις
Διευθύνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: überwachen, leiten, kontrollieren, bewältigen, meistern, wend
Μεταφράσεις: überwachen, leiten, kontrollieren, bewältigen, meistern, wend