Leuchtet στα ελληνικά
Μετάφραση: leuchtet, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθουσιώδης, θερμός, πυρακτωμένος, φώτα, τα φώτα, φώτων, λυχνίες, ανάβει
Μεταφράσεις
- angestammt στα ελληνικά - προγονικός, πατρογονικός, προγονική, προγονικό, των προγόνων, προγονικές
- beschützt στα ελληνικά - προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστατευόμενες
- bizeps στα ελληνικά - δικέφαλος μυς, δικέφαλους μυς, δικεφάλου, δικέφαλου, δικέφαλους
- dialekt στα ελληνικά - τόνος, διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
Τυχαίες λέξεις
Leuchtet στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθουσιώδης, θερμός, πυρακτωμένος, φώτα, τα φώτα, φώτων, λυχνίες, ανάβει
Μεταφράσεις: ενθουσιώδης, θερμός, πυρακτωμένος, φώτα, τα φώτα, φώτων, λυχνίες, ανάβει