Linse στα ελληνικά
Μετάφραση: linse, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φακός, αντικειμενικός, φακού, φακό, φακών, του φακού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abnehmend στα ελληνικά - φθίνουσα, μειώνοντας, μείωση, μειώνεται, τη μείωση
- ausziehen στα ελληνικά - γδύνομαι, γυμνώνω, εκδύω, γδύνω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, ...
- belagert στα ελληνικά - πολιόρκησε, πολιορκημένοι, πολιορκήθηκε, πολιορκείται, πολιόρκησαν
- dreher στα ελληνικά - τορνευτής, τορναδόρος, Turner, Τέρνερ, ανατροπέας, τορναδόρο
Τυχαίες λέξεις
Linse στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φακός, αντικειμενικός, φακού, φακό, φακών, του φακού
Μεταφράσεις: φακός, αντικειμενικός, φακού, φακό, φακών, του φακού