Lockern στα ελληνικά
Μετάφραση: lockern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολάρω, χαλαρώνω, ξεκουμπώνω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Μεταφράσεις
- ausgeklopft στα ελληνικά - αξιοποιηθεί, αξιοποιηθούν, έχετε πατήσει, αξιοποιείται, πατήσει
- beschwindelte στα ελληνικά - ξεγέλασε, παρασυρθείτε, εξαπάτησε, εξαπατηθούν, εξαπάτησής
- bettungsschicht στα ελληνικά - υπόστρωμα, underlayment, υποστρώματος, υποδοστρώματος, κάτω στρώματος
Τυχαίες λέξεις
Lockern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολάρω, χαλαρώνω, ξεκουμπώνω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Μεταφράσεις: μολάρω, χαλαρώνω, ξεκουμπώνω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν